ψιθυρίζεται

ψιθυρίζεται
ψιθυρίζω
whisper
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ψιθυρίζεται — (ως απρόσ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ψιθυριστός — ή, ό, Ν [ψιθυρίζω] 1. αυτός που ψιθυρίζεται, που λέγεται χαμηλόφωνα 2. μτφ. (για φήμη ή γνώμη ή ιδέα) αυτός που διαδίδεται αφανώς, χωρίς να γίνεται άμεσα αντιληπτός. επίρρ... ψιθυριστά Ν χαμηλόφωνα, μουρμουριστά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”